ζυμωμένον, τὸ
Ερμηνεία:
(ζυμωμένος, -η, -ον) [μετοχή παρακειμένου, ουδετερου γένους του ρ. ζυμώνομαι (διαπλάθομαι, διαμορφώνομαι, πλάθομαι, υφίσταμαι τη διαδικασία της ζύμωσης)]
Ετυμολογία:
[Κ.Δ. < ζυμόω, ζυμῶ (προκαλώ ζύμωση, ζυμώνω, βάζω προζύμι στη ζύμη για να φουσκώσει το ψωμί) < ζύμη (μαγιά)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ τόπου τὸ εἶχεν εἰς κακόν του νὰ φάγῃ ψωμὶ ζυμωμένον μὲ ἄλευρον ἀπὸ νερόμυλον ἢ ἀνεμόμυλον… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|